1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

«Αναξιόπιστη η αμερικανική διπλωματία στην Εγγύς Ανατολή»

5 Αυγούστου 2006

«Θέμα ημερών» είναι σύμφωνα με την αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις η υιοθέτηση απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας για τον Λίβανο.

https://p.dw.com/p/AuxP
Εικόνα: AP

Την ίδια ώρα ωστόσο αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει περιθώρια κινήσεων στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.

Ένας από τους λόγους που ο αμερικανός πρόεδρος Μπους απορρίπτει το ενδεχόμενο συμμετοχής της χώρας του σε μια δύναμη κυανοκράνων του ΟΗΕ που θα σταθμεύσει στον Λίβανο είναι η τραγωδία του 1983. Τότε 241 αμερικανοί πεζοναύτες που συμμετείχαν στη δύναμη του διεθνούς οργανισμού του Λιβάνου είχαν χάσει τη ζωή τους σε επίθεση αυτοκτονίας. Όμως όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς αμερικανική συμμετοχή η υπόθεση της συγκρότησης διεθνούς δύναμης καθίσταται πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Μπιλ Ντάρς, διευθυντής των προγραμμάτων ειρηνευτικών επιχειρήσεων του Stimpson Center της Ουάσιγκτον λέει σχετικά: « Είναι πολύ σημαντικό να δείξουν οι Αμερικανοί ότι δεν πρωτοστατούν μόνο στο διπλωματικό πεδίο, αλλά ότι είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν ευθύνες σε μια διεθνή δύναμη και να αντιμετωπίσουν κινδύνους. Ακόμη και εάν η συμμετοχή τους σε αυτήν θα είναι μικρή».

Την ίδια ώρα ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ, Τζον Μπόλτον, κάνει διαρκώς λόγο για προόδους που σημειώνονται στην κατεύθυνση της εκπόνηση κοινά αποδεκτού ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Στην πραγματικότητα όμως δεν έχουν ακόμη γεφυρωθεί οι διαφορές μεταξύ Ουάσιγκτον και Παρισίων αναφορικά με το περιεχόμενο της εντολής του διεθνούς οργανισμού. Ο σκληροπυρηνικός Μπόλτον είναι κόκκινο πανί για πολλούς διπλωμάτες των Ηνωμένων Εθνών.

Σύμφωνα με τον Εντ Λακ, από το πανεπιστήμιο της Κολούμπια, ο ρόλος του Μπόλτον δεν είναι εποικοδομητικός. Ο αμερικανός αναλυτής εκτιμά ότι «η διαπραγματευτική τακτική του Τζον Μπόλτον δεν φέρνει αποτελέσματα. Όλα δείχνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απομονωθεί στα Ηνωμένα Έθνη».

Η εγκατάσταση μιας διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης στον Λίβανο και η επιτυχής παρέμβασή της προϋποθέτει ένα πολιτικό πλαίσιο που θα εγγυάται την επίλυση του προβλήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ωστόσο δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν το πλαίσιο αυτό εξαιτίας των κακών τους σχέσεων με τους Άραβες, εκτιμά ο Μπιλ Νταρς, προσθέτοντας ότι «οποιαδήποτε ειρηνευτική δύναμη που θα εγκατασταθεί στον Λίβανο, αλλά δεν έχει την ανοχή της Χισμπολάχ και δεν κινείται σε προδιαγεγραμμένο πολιτικό πλαίσιο θα έχει την ίδια τύχη που είχε και η ειρηνευτική δύναμη του 1983».

Αλλά και ο Ρόμπερτ Χάντερ, πρώην πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ θεωρεί ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν πλέον συνομιλητές στην περιοχή.

«Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν διατεθειμένες να συνομιλήσουν με Ιράν και Συρία και να τους προσφέρουν εγγυήσεις για την ασφάλεια τους, θα μπορούσαν να ζητήσουν από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να αναστείλουν την υποστήριξή τους προς την Χεσμπολάχ», υποστηρίζει ο κ. Χάντερ.

Όμως δεν είναι μόνο η απουσία επαφών με τους Άραβες και τους Μουσουλμάνους το πρόβλημα της Ουάσιγκτον. Είναι κυρίως το γεγονός ότι η αμερικανική διπλωματία έχει χάσει την αξιοπιστία της στην περιοχή. Για τον αραβικό κόσμο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι τίποτε άλλο από υπερασπιστής ισραηλινών συμφερόντων. Και κάτω από αυτές τις συνθήκες οι δυνατότητες ανάπτυξης επιτυχούς διπλωματίας στην περιοχή είναι μηδαμινές.