1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Μετρ και διακοσμητές

Σπύρος Μοσκόβου3 Μαρτίου 2008

Δύο είναι οι μοίρες που επιφυλάσσονται σε Έλληνες, οι οποίοι κάνουν καριέρα στο εξωτερικό. Ή τιμωρούνται με το να αγνοηθούν ή θαυμάζονται χωρίς να κριθούν. Και οι δύο περιπτώσεις σημαίνουν άρνηση ουσιαστικής αποδοχής.

https://p.dw.com/p/DHEx
Εικόνα: schirn kunsthalle

Έρχεται στην Επίδαυρο το περασμένο καλοκαίρι ένας σημαντικός Έλληνας σκηνοθέτης και σκηνογράφος που έχει κάνει καριέρα στη Γαλλία και ανεβάζει την όπερα του Κερουμπίνι «Μήδεια». Στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας που είχε τραγουδήσει τον ίδιο ρόλο στον ίδιο χώρο το 1961. Και σημειώνει η μια εφημερίδα: «λιτή και ουσιαστική παράσταση του μετρ» και επικροτεί η άλλη: «αριστουργηματική Μήδεια» και λίγο πιο κάτω «καλόγουστο αποτέλεσμα». Έρχεται ο ίδιος σκηνοθέτης στη Γερμανία και ανεβάζει στα τέλη Ιανουαρίου στην Κρατική Όπερα της Βαυαρίας τον «Ναμπούκο» του Βέρντι.

Επιβλητικές διακοσμήσεις

Να τί γράφει για την παράσταση αυτή ο κριτικός της Frankfurter Allgemeine Zeitung: «Οι συζητήσεις για τις σκηνοθεσίες είναι συνήθως επιφανειακές. Ένα παλιό έργο δεν μετατρέπεται σε επίκαιρο με το να το μεταμφιέσει κανείς κατά τις επιταγές της σημερινής μόδας. Αλλά ούτε και ζωντανεύει με το να το παρουσιάσει κανείς με τα παλιά του ρούχα. Το καίριο είναι να αναγνωρίσει κανείς στο φαινομενικά μόνο ιστορικό έργο, κάνοντας με τη φαντασία και τη σκέψη μια επιμήκυνσή του ως το σήμερα, την απαράλλακτα επίκαιρη ουσία του. Και η σκηνοθεσία θα πρέπει με ακρίβεια και πλαστικότητα μέσα από στάσεις και χειρονομίες να εκμαιεύει μέσα από το ιστορικό πανωφόρι του έργου το άχρονα ανθρώπινο στοιχείο. Υπάρχουν ελάχιστοι σκηνοθέτες που το μπορούν. Ο σκηνοθέτης του Ναμπούκο δεν ανήκει σ’ αυτούς. Παρά τις καλές προθέσεις του πάντα οι όπερες που σκηνοθετεί έχουν κάτι το διακοσμητικά ψυχρό.» Και στη συνέχεια απαριθμεί μία προς μία τις λεπτομέρειες της σκηνοθεσίας που τεκμηριώνουν την άποψή του. Ανοίγουμε άλλη εφημερίδα, τη Süddeutsche Zeitung, και διαβάζουμε: «Ο σκηνοθέτης που παρουσιάζει για πρώτη φορά δουλειά του στο Μόναχο είναι ένας διακοσμητής ερωτευμένος με τους στατικούς πίνακες σε ναζαρηνό στιλ. Το μεγαλειώδες σκηνικό είναι γι αυτόν το παν και σ’ αυτό υποτάσσεται η εσωτερική ζωή των ηρώων και η ατομικότητά τους. Σχηματικές είναι και οι σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους επί σκηνής. Ο σκηνοθέτης αυτός δεν ενδιαφέρεται εξάλλου να γεμίσει σκηνοθετικά ή να εξισορροπήσει τα κενά και τις αδυναμίες του κειμένου. Το αποτέλεσμα είναι μια αισθητική του επιβλητικού κατά τα βαβυλωνιακά πρότυπα χωρίς εξατομικευμένα πρόσωπα.»

Το καλό των αρνητικών κριτικών

Αυτά οι δύο γερμανοί κριτικοί. Και τί θέλουμε να πούμε εμείς μ’ αυτά; Όχι βέβαια ότι ο Γιάννης Κόκκος δεν είναι ένας καλός σκηνοθέτης, αλλά ότι αντιληφθήκαμε τη δουλειά του, κατανοήσαμε το στίγμα του περισσότερο διαβάζοντας τις αρνητικές, αλλά συγκεκριμένες και πολύ διαφοροποιημένες κριτικές των Γερμανών , παρά τις θετικές, αλλά γενικόλογες και κυρίως αναιτιολόγητες επιβραβεύσεις των Ελλήνων κριτικών. Όχι μόνο στην όπερα, αλλά και στο θέατρο και στη λογοτεχνία η ελληνική κριτική περισσότερο απολογείται για τα έργα παρά τα κρίνει με όρους που προϋποτίθενται, πριν και εκτός του συγκεκριμένου έργου ή της παράστασης. Γιατί άραγε;