1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Οι Έλληνες μετανάστες επενδύουν στη μόρφωση των παιδιών τους

5 Δεκεμβρίου 2005

Η πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα PISA που διεξήχθη υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ σε 32 χώρες για τη διεθνή αξιολόγηση των δεκαπεντάχρονων μαθητών έδειξε ότι στη Γερμανία τα παιδιά από οικογένειες αλλοδαπών έχουν πολύ χαμηλές σχολικές επιδόσεις.

https://p.dw.com/p/AvqB
Εικόνα: AP

Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το «γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες αυτών των μαθητών». Εξαίρεση από τον κανόνα αποτελούν οι μαθητές ελληνικής καταγωγής. Το ποσοστό τους στα γερμανικά δευτεροβάθμια σχολεία, το Γυμνάσιο, που ολοκληρώνεται με το 13ο και το Realschule (βασική επαγγελματική εκπαίδευση) που ολοκληρώνεται με το 10ο σχολικό έτος, είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό των Γερμανών μαθητών. Αυτό το φαινόμενο ερεύνησε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ Ντίτερ Χόπφ.

Στην αρχή της έρευνας του ο κ. Χοπφ είχε κάνει δύο υποθέσεις, που αφορούσαν όλα τα μεταναστόπουλα: Πρώτον η σχολική τους επίδοση είναι χαμηλή και δεύτερο επισκέπτονται κυρίως το εννεατάξιο βασικό σχολείο Hauptschule παρά το Realschule και το γυμνάσιο.

Όταν όμως σύγκρινε τα στατιστικά στοιχεία για τους αλλοδαπούς μαθητές έμεινε έκπληκτος.

«Στην αρχή της ελληνικής μετανάστευσης τη δεκαετία του 60, λέει ο κ. Χοπφ, επικέπτονταν 80% των παιδιών των Ελλήνων μεταναστών το Hauptschule και πολύ λίγα το γυμνάσιο. Στην πορεία όμως αυτός ο συσχετισμός αντιστράφηκε. Στα μέσα της δεκαετίας του 80 επισκέπτονταν μόλις το 20% των ελληνοπαίδων το Hauptschule και 80% το Realschule η το γυμνάσιο. Μία ανάλογη εξέλιξη διαπίστωσα και στα παιδιά Γιουγκοσλάβων αλλά και των Τούρκων μεταναστών.»

Για να διερευνήσει τις αιτίες αυτού του φαινομένου, ο κ. Χοπφ, επικεντρώθηκε στα ελληνόπουλα. Γρήγορα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει νόημα, να αναζητήσει τους λόγους για αυτή την θετική εξέλιξη στις συνθήκες στις οποίες ζουν οι Έλληνες στη Γερμανία, διότι εάν και ήταν κατά πλειοψηφία ανειδίκευτοι εργάτες, ανήκαν δηλαδή στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της γερμανικής κοινωνίας, τα παιδιά τους επισκέπτονταν το γυμνάσιο. Αυτό βασικά αντίκειται στην καθοριστική σχέση κοινωνικής προέλευσης και σχολικής προόδου ενός μαθητή. Έτσι αναζήτησε τους λόγους επιτυχίας των ελληνοπαίδων αλλού. Και όντως ο κ. Χοπφ διαπίστωσε ότι η θετική στάση για τη μόρφωση των παιδιών τους οι Έλληνες την έφεραν μαζί τους από την πατρίδα τους: «Οι Έλληνες μετανάστες ήταν άνθρωποι γεμάτοι πρωτοβουλία, σε σχέση με τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό ήταν καλά εκπαιδευμένοι και λιγότερο αναλφάβητοι, ήταν νέοι και υγιείς. Εκτός αυτού θα πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι ως το 1973 λειτουργούσαν για τη ‘στρατολόγηση των γκασταρμπάϊτερ’ οι λεγόμενες γερμανικές επιτροπές και στην Ελλάδα. Ως το τέλος της ‘στρατολόγησης’ το 1973 αυτές οι επιτροπές είχαν επιλέξει τα 2/3 των Ελλήνων μεταναστών και είχαν μεσολαβήσει για να βρουν μία θέση εργασίας στη Γερμανία.»

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επέδρασε θετικά στη μόρφωση είναι η προσφυγική προέλευση ενός μεγάλου τμήματος των Ελλήνων μεταναστών. Σε αυτά τα άτομα ο Ντιέτερ Χοπφ διαπίστωσε στην έρευνα του στην Ελλάδα μία έντονη επιθυμία για μόρφωση, αλλά και τη διάθεση να επενδύσουν στην μόρφωση των παιδιών τους.

Αν και όπως διαπίστωσε κατ’ αρχήν ο κος Χοπφ ανάλογα θετικά αποτελέσματα με τα Ελληνόπουλα είχαν στη δεκαετία του ‘80 και τα παιδιά των μεταναστών από την Τουρκία. Ενώ όμως τα πρώτα συνεχίζουν να έχουν καλές επιδόσεις στα γερμανικά σχολεία, τα δεύτερα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Αυτό έχει σχέση, κατά τον καθηγητή Χοπφ, με την άτακτη μετανάστευση μετά την επίσημη διακοπή της πρόσληψης ξένων εργατών το 1973. Έκτοτε τα κριτήρια εισόδου στη Γερμανία δεν είναι η ικανότητα, αλλά ο βαθμός συγγένειας. Σε αντίθεση με την ελληνική μετανάστευση που χαρακτηρίζεται από μια σχετικά χαμηλή διακύμανση, η τουρκική αποκτά θεαματικά μεγάλες διαστάσεις. Στη χώρα έρχονται άτομα από στρώματα της τουρκικής κοινωνίας που δεν έχουν στενή σχέση με τη μόρφωση. Πέραν τούτου και σε αντίθεση με τους Έλληνες που ενσωματώνονται εύκολα, οι μετανάστες από την Τουρκία έχουν την τάση να συναναστρέφονται σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ τους. Αυτό εμποδίζει τα παιδιά τους να μάθουν τη γλώσσα του περιβάλλοντος, τα γερμανικά. «Κάθε σχολική ώρα που στερείς από ένα μεταναστόπουλο, δηλώνει ο κ. Χοπφ, την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, αποτελεί για το παιδί μια επιπλέον επιβάρυνση. Το πιο λογικό θα ήταν να αξιοποιηθεί όλος χρόνος στην εκμάθηση των γερμανικών. Ακόμη και ταλαντούχα παιδιά δεν πρόκειται να αποδώσουν, εάν δεν κατέχουν τη γλώσσα του περιβάλλοντος.»

Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο