1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Ο "Όμηρος" του Γιάνναρη στο "Πανόραμα" της Μπερλινάλε

18 Φεβρουαρίου 2005

Στο 55ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη "Όμηρος" με θέμα την απαγωγή νός λεωφορείου από Αλβανό μετανάστη. Η ταινία θα προβληθεί τον Μάρτιο στις ελληνικές αίθουσες.

https://p.dw.com/p/AvoN
Η γερμανική πρωτεύουσα στο ρυθμό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Η γερμανική πρωτεύουσα στο ρυθμό του Φεστιβάλ ΚινηματογράφουΕικόνα: dpa

Στην αρχή της ταινίας παρακολουθούμε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ να ξεκινά απο το χωριό Άπω Μάκρη για τη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή και μέσα σε μια φαινομενικά χαλαρή ατμόσφαιρα συμβαίνει το απροσδόκητο: από τη μία στιγμή στην άλλη οι επιβάτες του λεωφορείου είναι όμηροι του εικοσιπεντάχρονου Αλβανού, του Elion Senia, που έχει οπλιστεί με χειροβομβίδες και Καλάσνικοφ. 20 ώρες αργότερα η λεωφορειοαπαγωγή θα λήξει στην Αλβανία με τη στυγνή εκτέλεση του απαγωγέα από την αλβανική αστυνομία.

Στο ενδιάμεσο διάστημα διαδραματίζεται η ιστορία που, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της είναι πλασματική, βασίζεται σε ένα ανάλογο περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι του 1999 στη Βόρειο Ελλάδα - ένα καυτό καλοκαίρι με τέσσερις άλλες λεωφορειοπειρατείες.

Ο Γιάνναρης τις συνδέει άμεσα με τις επιπτώσεις που είχε η μαζική μετανάστευση στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν σχεδόν απότομα το 10% του πληθυσμού της χώρας είναι αλλοδαποί: «Οι ανακατατάξεις και αναταράξεις μέσα στην ελληνική κοινωνία ήταν τεράστιες», θα μας πεί ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. «Αυτό το γεγονός της λεωφορειοπειρατίας οδήγησε στην αποκορύφωση. Το απόστημα της ανασφάλειας, που είχε δημιουργηθεί στους Έλληνες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90, σπάει. Όλες αυτές οι ανασφάλειες, η ξενοφοβία, εκδηλώνονται εκείνο το καλοκαίρι».

Ο τραγικός ήρωας της ταινίας, που τον υποδύεται ο Στάθης Παπαδόπουλος, κάνει τις χειρότερες εμπειρίες που μπορεί κάνει μετανάστης στην Ελλάδα: του έχουν κλέψει κυριολεκτικά τον ιδρώτα, τον εκμεταλλεύονται, τον κακοποιούν, τον ατιμάζουν αστυνομικοί στη φυλακή και στο τέλος τον απελαύνουν από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας στην Αλβανία οι γονείς της κοπελιάς του, ενήμεροι για αυτά που του είχαν συμβεί στην Ελλάδα, δεν τον δέχονται για γαμπρό. Ο Elion Senia αισθάνεται διπλά προδομένος: η χώρα στην οποία πήγε να εργαστεί και να εγκατασταθεί τον αποβάλλει., ενώ η πατρίδα του του καταστρέφει τις ελπίδες που έτρεφε να δημιουργήσει οικογένεια, να αποκτήσει παιδιά. Με αυτά τα συναισθήματα επιστρέφει παράνομα στην Ελλάδα και πηγαίνει στο χωριό Άπω Μάκρη για να πάρει εκδίκηση ή όπως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος για να βρεί το δίκιο του, να ξανακερδίσει την τιμή του μέσω της απαγωγής.

Ομως, και εδώ έγκειται η μαεστρία του Γιάνναρη, ο Elion Senia δεν είναι το λαϊκό παιδί τύπου Ξανθόπουλου που τον έχει αδικήσει η κοινωνία και τον οποίο ο θεατής αντιμετωπίζει με δόσεις συμπάθειας και κατανόησης για το έγκλημα που διαπράττει. «Και ο ίδιος έχει την φωλιά του λερωμένη», θα τονίσει ο σκηνοθέτης. «Την έχει λερωμένη σε ένα πολύ ουσιαστικό θέμα, και συνειδητά μέσα από την ιδεολογική του αντίληψη για το τι εστί να είσαι άνδρας και τι εστί τιμή. Συνάπτει ερωτικές σχέσεις και αφήνει έγγυο τη γυναίκα του αφεντικού του. Αν αυτό το πράγμα είχαν κάνει στον ίδιο, τότε σίγουρα θα είχε πάρει τα όπλα και θα είχε σκοτώσει αυτόν που θα είχε πραγματοποιήσει μια τέτοια πράξη με τη δικιά του κοπελιά.»

Ο Elion Senia, μια προσωπικότητα σε αποσύνθεση. Το ίδιο ισχύει όμως και για την κοινωνία της ελληνικής επαρχίας, που ο Γιάνναρης την παρουσιάζει μέσα στο λεωφορείο με αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες: την παντρεμένη Ιλιάνα που πάει στην Θεσσαλονίκη για ένα ερωτικό ραντεβού, την παπαδοκόρη Αγγελική με τους ανεκπλήρωτους πόθους της, την κρυφή λεσβία Κέλυ, τον Ορφέα που πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη να προμηθευτεί ναρκωτικά, κ.ο.κ. Για αυτούς όλους η ομηρία έχει και μια καταλυτική διάσταση, καθώς τους δίνει την ευκαιρία να προσεγγίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Το κοινό στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου έμεινε ενθουσιαμένο με τη ταινία του Γιάνναρη, ενώ η γνωστότερη ευρωπαϊκή εταιρεία διακίνησης ταινιών Celluloid έχει αναλάβει να την προωθήσει διεθνώς.

Παναγιώτης Κουπαράνης (Βερολίνο)

Στην αρχή της ταινίας παρακολουθούμε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ να ξεκινά απο το χωριό Άπω Μάκρη για τη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή και μέσα σε μια φαινομενικά χαλαρή ατμόσφαιρα συμβαίνει το απροσδόκητο: από τη μία στιγμή στην άλλη οι επιβάτες του λεωφορείου είναι όμηροι του εικοσιπεντάχρονου Αλβανού, του Elion Senia, που έχει οπλιστεί με χειροβομβίδες και Καλάσνικοφ. 20 ώρες αργότερα η λεωφορειοαπαγωγή θα λήξει στην Αλβανία με τη στυγνή εκτέλεση του απαγωγέα από την αλβανική αστυνομία.

Στο ενδιάμεσο διάστημα διαδραματίζεται η ιστορία που, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της είναι πλασματική, βασίζεται σε ένα ανάλογο περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι του 1999 στη Βόρειο Ελλάδα - ένα καυτό καλοκαίρι με τέσσερις άλλες λεωφορειοπειρατείες.

Ο Γιάνναρης τις συνδέει άμεσα με τις επιπτώσεις που είχε η μαζική μετανάστευση στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν σχεδόν απότομα το 10% του πληθυσμού της χώρας είναι αλλοδαποί: «Οι ανακατατάξεις και αναταράξεις μέσα στην ελληνική κοινωνία ήταν τεράστιες», θα μας πεί ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. «Αυτό το γεγονός της λεωφορειοπειρατίας οδήγησε στην αποκορύφωση. Το απόστημα της ανασφάλειας, που είχε δημιουργηθεί στους Έλληνες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90, σπάει. Όλες αυτές οι ανασφάλειες, η ξενοφοβία, εκδηλώνονται εκείνο το καλοκαίρι».

Ο τραγικός ήρωας της ταινίας, που τον υποδύεται ο Στάθης Παπαδόπουλος, κάνει τις χειρότερες εμπειρίες που μπορεί κάνει μετανάστης στην Ελλάδα: του έχουν κλέψει κυριολεκτικά τον ιδρώτα, τον εκμεταλλεύονται, τον κακοποιούν, τον ατιμάζουν αστυνομικοί στη φυλακή και στο τέλος τον απελαύνουν από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας στην Αλβανία οι γονείς της κοπελιάς του, ενήμεροι για αυτά που του είχαν συμβεί στην Ελλάδα, δεν τον δέχονται για γαμπρό. Ο Elion Senia αισθάνεται διπλά προδομένος: η χώρα στην οποία πήγε να εργαστεί και να εγκατασταθεί τον αποβάλλει., ενώ η πατρίδα του του καταστρέφει τις ελπίδες που έτρεφε να δημιουργήσει οικογένεια, να αποκτήσει παιδιά. Με αυτά τα συναισθήματα επιστρέφει παράνομα στην Ελλάδα και πηγαίνει στο χωριό Άπω Μάκρη για να πάρει εκδίκηση ή όπως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος για να βρεί το δίκιο του, να ξανακερδίσει την τιμή του μέσω της απαγωγής.

Ομως, και εδώ έγκειται η μαεστρία του Γιάνναρη, ο Elion Senia δεν είναι το λαϊκό παιδί τύπου Ξανθόπουλου που τον έχει αδικήσει η κοινωνία και τον οποίο ο θεατής αντιμετωπίζει με δόσεις συμπάθειας και κατανόησης για το έγκλημα που διαπράττει. «Και ο ίδιος έχει την φωλιά του λερωμένη», θα τονίσει ο σκηνοθέτης. «Την έχει λερωμένη σε ένα πολύ ουσιαστικό θέμα, και συνειδητά μέσα από την ιδεολογική του αντίληψη για το τι εστί να είσαι άνδρας και τι εστί τιμή. Συνάπτει ερωτικές σχέσεις και αφήνει έγγυο τη γυναίκα του αφεντικού του. Αν αυτό το πράγμα είχαν κάνει στον ίδιο, τότε σίγουρα θα είχε πάρει τα όπλα και θα είχε σκοτώσει αυτόν που θα είχε πραγματοποιήσει μια τέτοια πράξη με τη δικιά του κοπελιά.»

Ο Elion Senia, μια προσωπικότητα σε αποσύνθεση. Το ίδιο ισχύει όμως και για την κοινωνία της ελληνικής επαρχίας, που ο Γιάνναρης την παρουσιάζει μέσα στο λεωφορείο με αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες: την παντρεμένη Ιλιάνα που πάει στην Θεσσαλονίκη για ένα ερωτικό ραντεβού, την παπαδοκόρη Αγγελική με τους ανεκπλήρωτους πόθους της, την κρυφή λεσβία Κέλυ, τον Ορφέα που πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη να προμηθευτεί ναρκωτικά, κ.ο.κ. Για αυτούς όλους η ομηρία έχει και μια καταλυτική διάσταση, καθώς τους δίνει την ευκαιρία να προσεγγίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Το κοινό στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου έμεινε ενθουσιαμένο με τη ταινία του Γιάνναρη, ενώ η γνωστότερη ευρωπαϊκή εταιρεία διακίνησης ταινιών Celluloid έχει αναλάβει να την προωθήσει διεθνώς.

Παναγιώτης Κουπαράνης (Βερολίνο)