1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

«Ποιος συνεχίζει να φοβάται τη διεύρυνση;»

Κώστας Συμεωνίδης18 Σεπτεμβρίου 2006

Έκθεση μη κυβερνητικής οργάνωσης διαπιστώνει σημαντικά οφέλη για τις χώρες που άνοιξαν τις αγορές τους σε εργαζόμενους από τις νέες χώρες – μέλη...

https://p.dw.com/p/Avi9
Εικόνα: European Communities

Έντονες ανησυχίες είχαν εκφράσει οι περισσότερες από τις παλαιότερες χώρες – μέλη της ΕΕ, στο προοίμιο της διεύρυνσης. Το φάντασμα της ελεύθερης διακίνησης εκατοντάδων χιλιάδων ανατολικοευρωπαίων που θα εισέβαλαν στις αγορές εργασίας των παλαιών χωρών – μελών τους ανάγκασε να θέσουν σημαντικούς περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Δύο χρόνια μετά, έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης European Citizen Action Service έρχεται τώρα να αμβλύνει αυτούς τους φόβους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι όσες χώρες άνοιξαν τις αγορές τους σε εργαζόμενους από τις νέες χώρες – μέλη είχαν περισσότερο οφέλη παρά απώλειες.

Πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Γερμανία, εξακολουθούν να κρατούν κλειστές τις αγορές τους για εργαζόμενους από τις νέες – χώρες μέλη της ΕΕ. Οι χώρες αυτές θα έπρεπε να προχωρήσουν σε άρση των σχετικών περιορισμών όχι μόνον για τους εργαζόμενους από τις 10 νέες χώρες, αλλά και εκείνων από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, χώρες που θα ενταχθούν τον επόμενο χρόνο στους κόλπους της Ένωσης. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης European Citizen Action Service που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Η έκθεση που φέρει τον τίτλο «Ποιος συνεχίζει να φοβάται τη διεύρυνση», έχει στο μεταξύ κατατεθεί και στο ευρωκοινοβούλιο. Ο επικεφαλής της οργάνωσης Τόνι Βένεμπλες:

«Στηρίζουμε τις εκτιμήσεις μας στην εμπειρία της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Σουηδίας που άνοιξαν αμέσως τις αγορές τους. Σε γενικές γραμμές οι εξελίξεις ήταν θετικές, καθώς οι περισσότεροι μετανάστες κάνουν δουλειές που δεν είναι τόσο ελκυστικές για τους πολίτες των τριών αυτών χωρών. Άλλωστε η παραμονή των εργαζομένων αυτών στις χώρες της δυτικής Ευρώπης ήταν προσωρινή ενώ οι φόροι που πλήρωσαν ήταν εντέλει περισσότεροι από τα κοινωνικά επιδόματα που έλαβαν. Συνολικά οι οικονομίες των χωρών αυτών επωφελήθηκαν από το άνοιγμα των αγορών».

Μετά την Ιρλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σουηδία, σε άρση των σχετικών περιορισμών προχώρησαν στο μεταξύ και η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται τώρα και η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Αυστρία που επιμένουν στους περιορισμούς: «Το επόμενο βήμα θα είναι να ανοίξουν και η Γερμανία και η Αυστρία τμήματα των αγορών τους, όπως έκανε και η Γαλλία».

Στη Γερμανία και μετά τη διεύρυνση του 2004 κατέφτασαν από τις νέες χώρες μέλη λιγότεροι από 30.000 μετανάστες. Αυτό σημειώνει ο Χέρμπερτ Μπρούκερ από το Ινστιτούτο για την Αγορά Εργασίας που εδρεύει στη Νυρεμβέργη: «Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά μετά τη διεύρυνση προς ανατολάς. Αυτό οφείλεται βέβαια στο γεγονός ότι κάναμε χρήση του δικαιώματός μας στις μεταβατικές περιόδους για το άνοιγμα των αγορών. Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν ανοίξαμε την αγορά εργασίας. Παρόλα αυτά στη Γερμανία ζουν σήμερα περίπου 500.000 μετανάστες από τις νέες χώρες - μέλη, και οι μισοί από αυτούς εργάζονται εδώ».

Οι σχετικοί περιορισμοί θα πρέπει να αρθούν και για τους εργαζόμενους από τις δύο χώρες που θα ενταχθούν το 2007, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, και αυτό παρά το γεγονός ότι αναμένεται μαζικό κύμα μετανάστευσης προς τις χώρες της νότιας Ευρώπης και κυρίως την Ισπανία και την Ιταλία, υπογραμμίζει ο κ. Μπρούκερ:

«Ακόμη και αν ο αριθμός των μεταναστών ξεπεράσει τις 100.000 ετησίως - ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός βέβαια – οι αγορές θα επωφεληθούν, όπως είδαμε άλλωστε και στο παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας. Και η Γερμανία θα πρέπει να ανοίξει σταδιακά και κατά τομείς την αγορά εργασίας και να προχωρήσει αργότερα σε πλήρη άρση των περιορισμών. Από οικονομική σκοπιά δεν συντρέχουν λόγοι αναβολής».