1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Πρώτες εκτιμήσεις για τις οικονομικές συνέπειες στις πληγείσες περιοχές

6 Ιανουαρίου 2005

Την ώρα που η διεθνής κοινότητα έχει επιδοθεί στον αγώνα παροχής βοήθειας στα εκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν πληγεί από το φονικό τσουνάμι, αναλυτές τολμούν και προχωρούν στις πρώτες προβλέψεις για τις οικονομικές συνέπειες της καταστροφής...

https://p.dw.com/p/Av6N
Το μέλλον του τουρισμού αποτελεί το "μεγάλο άγνωστο Χ"
Το μέλλον του τουρισμού αποτελεί το "μεγάλο άγνωστο Χ"

Όπως εκτιμούν πολλοί, οι οικονομικές απώλειες για τις πληγείσες χώρες δεν θα είναι τόσο μεγάλες όσο αναμενόταν. Πρώτες εκτιμήσεις αμερικανικών τραπεζών κάνουν λόγο για μείωση των ρυθμών ανάπτυξης κατά λιγότερο από 1 % στην Ταϊλάνδη, 2 % στη Σρι Λάνκα και 4 % στις Μαλδίβες. Οι πιο αισιόδοξοι μάλιστα δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η καταστροφή να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης στις πληγείσες χώρες, μία πρόβλεψη που στηρίζουν περισσότερο στα μακροπρόθεσμα προγράμματα ανοικοδόμησης των χωρών. Για τον Κρίστοφ Ρέμερ, από το Ινστιτούτο για την Γερμανική Οικονομία στην Κολωνία, όλες αυτές οι προβλέψεις είναι ακόμη πρόωρες:

«Οι σημερινές προβλέψεις για τις συνέπειες των καταστροφών στο ΑΕΠ των χωρών που επλήγησαν είναι κάτι παραπάνω από τολμηρές, μία εκτίμηση της κατάστασης είναι προς το παρόν πολύ δύσκολη. Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι οι βιομηχανικές περιοχές δεν βρίσκονται στις παράκτιες περιοχές. Αρνητικές συνέπειες μπορεί να υπάρξουν στον τουρισμό, ωστόσο και εδώ δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση τους επόμενους μήνες. Γι΄ αυτό θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στις τωρινές του προβλέψεις».

Ο Πίτερ Χάρολντ, υπεύθυνος της Παγκόσμιας Τράπεζας στη Σρι Λάνκα, εκτιμά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το ΑΕΠ δεν είναι το κατάλληλο μέτρο για να γίνονται προβλέψεις. Υπενθυμίζει δε, ότι κάποιες περιοχές έχασαν μέσα σε μία νύχτα τα πάντα: Σπίτια, πλοία, λιμάνια, ξενοδοχεία, νοσοκομεία. Οι περισσότερες από τις πληγείσες χώρες δεν είχαν καν συνάψει ασφάλειες που να καλύπτουν τέτοιες καταστροφές.

Ο κ. Ρέμερ εκτιμά ότι οι καταστροφές αυτές δεν θα έχουν καμία συνέπεια στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Γερμανίας και των χωρών που έχουν πληγεί:

«Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Γερμανίας και των χωρών αυτών ήταν σχεδόν ασήμαντος. Το 2003 για παράδειγμα μόλις το 1,4 % των γερμανικών εξαγωγών αφορούσε αυτές τις χώρες, από την άλλη πλευρά οι γερμανικές εισαγωγές από τις χώρες αυτές κινήθηκαν μόλις στο 2 %».

Ίσως όμως η Γερμανία να μην είναι το καλύτερο παράδειγμα. Η Κίνα εξήγαγε το 2003 το

4,5 % των προϊόντων της προς τις σήμερα πληγείσες χώρες ενώ το 8 % των εισαγωγών της προέρχονταν από αυτές τις χώρες. Ακόμη περισσότερα προϊόντα εξήγαγαν οι χώρες του Ινδικού Ωκεανού προς την Ιαπωνία.

Ο κ. Ρέμερ από το Ινστιτούτο για την Γερμανική Οικονομία εκτιμά ότι οι οικονομίες των χωρών που επλήγησαν παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη μία γενικότερη αποτίμηση των επιπτώσεων:

«Υπάρχουν ορισμένα κράτη σε αυτές τις περιοχές, όπως η Ταϊλάνδη ή η Μαλαισία, όπου τα τελευταία χρόνια είχαμε μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και έτσι δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε πλέον τις χώρες αυτές αναπτυσσόμενες. Αντίθετα άλλες χώρες, όπως το Μπαγκλαντές και η Σρι Λάνκα έχουν ένα πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγονται ανάμεσα στις φτωχότερες χώρες του κόσμου».