1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

40η Art Cologne

3 Νοεμβρίου 2006

185 γκαλερί από 28 χώρες συμμετέχουν μέχρι την Κυριακή σε μια από τις σημαντικότερες εμπορικές εκθέσης τέχνης σε όλο τον κόσμο.

https://p.dw.com/p/Avmf
Εγκατάσταση της Κάρολιν Μέι στην Art Cologne, γκαλερί the apartement (Αθήνα)
Εγκατάσταση της Κάρολιν Μέι στην Art Cologne, γκαλερί the apartement (Αθήνα)Εικόνα: picture-alliance / dpa

Η Art Cologne, η μητέρα των διεθνών εμπορικών εκθέσεων τέχνης όπως αποκαλείται έγινε 40 χρονών και τρέχει από πέρυσι πανικόβλητη να βρει τρόπους να συναγωνιστεί τις κατά πολύ νεότερες της και πιο μοδάτες στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Όσο για τη Βασιλεία γνωρίζει την ανωτερότητά της και κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Η Art Cologne λοιπόν άλλαξε χώρους, έστρωσε κόκκινα χαλιά, έγινε πιο φωτεινή, πιο άνετη και πιο ευέλικτη μειώνοντας τον αριθμό των γκαλερί που συμμετέχουν κατά καμιά ογδονταριά περίπου. Ο εδώ και τρία χρόνια διευθυντής της, ο Αμερικανός, νεαρός αλλά και πολύ έμπειρος στο χώρο Ζεράρ Γκόντρο μας εξηγεί το γιατί:

«Περιορίσαμε φέτος την έκθεση κατά ένα τρίτο και αυτό γιατί θέλαμε να είναι πιο εύληπτη. Με τα χρόνια η έκθεση έγινε πολύ μεγάλη. Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά είπαμε πως αν την περιορίσουμε θα βελτιώσουμε την ποιότητα.»

Οι προθέσεις του μειλίχιου κ. Γκόντρου είναι απολύτως σεβαστές μόνο που κατά την ταπεινή μας γνώμη το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει. Η ζωγραφική φαίνεται να επέστρεψε οριστικά, παρόλο που πολλοί ήταν αυτοί που είχαν προφητεύσει το θάνατό της, όμως επέστρεψε με έναν τρόπο φθηνό και εύκολο, επιδεικνύοντας συχνά προκλητική άγνοια για το τι έχει προηγηθεί στην ιστορία της τέχνης .Η πολυδιαφημισμένη πλέον σχολή της Λειψίας που εδώ και λίγα χρόνια άνοιξε το δρόμο και πάλι στην αναπαραστατική ζωγραφική, απαλλάσσοντας μας από συχνά δυσνόητες και ανόητες εγκαταστάσεις δεν έφερε την άνοιξη. Αντιθέτως άνοιξε την όρεξη σε κακούς μιμητές της που σπεύδουν να χορτάσουν την πείνα του αμύητου κοινού για μια τέχνη που να καταλαβαίνει τι βλέπει και την απληστία για καινούργιο και διαφορετικό των επαγγελματιών σπεκουλαδόρων της τέχνης. Όμως οι δουλειές πάνε καλά:

«Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια έκρηξη στην αγορά τέχνης, η οποία έχει ξεκινήσει από το 1998. Εδώ και 8 χρόνια δηλαδή. Αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχουν πολλά διαθέσιμα κεφάλαια, χρήματα που έχουν αποκτηθεί από το χρηματιστήριο, από αμοιβαία κεφάλαια κτλ. Αυτό είναι και καλό και κακό. Πολλές φορές αγοράζονται τα έργα για λάθος λόγους, σαν καθαρή επένδυση ή σαν εισιτήριο εισόδου σε μια άλλη κοινωνία. Οι μεγάλες και σημαντικές συλλογές όμως είχαν σαν αφορμή δημιουργίας πάντα το πάθος.»

Ας μη γκρινιάζουμε όμως μόνο. Οι κλασσικοί μοντέρνοι όπως ο Πικάασο, ο Νόλντε, ο Σίλε αλλά και νεότεροι ήταν εκεί για να μας παρηγορούν. Όπως εκεί ήταν και ο Γιάννης Κουνέλλης, ο οποίος φέτος έγινε 70 χρονών και η Art Cologne του έκανε ένα αφιέρωμα ξαναφτιάχνοντας την έκθεση του ‘12 ζωντανά άλογα’ που παρουσιάσε το 1969 στη Ρώμη στην γκαλερί Attiko. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν ήταν παρών μια και βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Ο Κουνέλλης καλλιτέχνης βαθύτατα πολιτικός, με μια αιχμηρότατη ματιά είχε διαβλέψει την άμετρη εμπορευματοποίηση της τέχνης και μετέτρεψε την γκαλερί σε στάβλο με 12 ζωντανά άλογα. Και η Art Cologne σε στιγμές αυτοκριτικής δεν δίστασε να την φιλοξενήσει.

Όσο για άλλες συμμετοχές με έστω ρίζα ελληνική εξαντλούνται στην Κάρολιν Μέι με την γκαλερί the apartement από την Αθήνα, στον εδώ και 25 χρόνια διαμένοντα στη Γερμανία ζωγράφο Απόστολο Παλαβράκη και στον φωτογράφο Γιάννη Κολιούση. Ο Γιάννης Κολιούσης, γεννήθηκε στο Σάλντμπουργκ της Αυστρίας, μένει στην Στουτγάρδη και δεν μιλάει λέξη ελληνικά. Το ελληνικό φως όμως έπαιξε ένα σημαντικότατο ρόλο όπως μας είπε:

«Θυμάμαι πολύ καλά ήταν μια διαδρομή από το Σούνιο προς την Αθήνα και η μητέρα μου μου μιλούσε για το φως του Αιγαίου. Σε ένα μικρό παιδί να μιλάς για το φως είναι πολύ αφηρημένο. Δεν καταλάβαινα. Όμως είχα ένα τέτοιο αίσθημα ευτυχίας από το ηλιοβασίλεμα που έμεινε για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου.»

Μαρία Ρηγούτσου