1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Γερμανοί και Ελλάδα

Σπύρος Μοσκόβου28 Ιουνίου 2007

Ανάμεσα στην αρχαιολατρία και τη γαλάζια θάλασσα...

https://p.dw.com/p/B6zb

Στην Αίθουσα Κειμηλίων της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης του Όσναμπρυκ πριν από λίγες μέρες. Ένα τριήμερο διεπιστημονικό συνέδριο, προϊόν συνεργασίας των Πανεπιστημίων του Όσναμπρυκ και του Μονάχου, με έμφαση στον εικοστό αιώνα, συμμετοχή φιλολόγων και ιστορικών, και αντικείμενο: με ποιους όρους και προϋποθέσεις γίνεται η μεταφορά και εξαγωγή πολιτισμού μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Με πολύ απλά λόγια: ο Γερμανός που επισκέπτεται σήμερα την Αθήνα, γιατί κατευθύνεται σχεδόν μηχανικά σαν υπνοβάτης στην Ακρόπολη και όχι, ας πούμε, στην Εθνική Πινακοθήκη για να δει σύγχρονη ελληνική ζωγραφική; Γιατί έρχεται στη σημερινή Ελλάδα, αλλά αναζητά πρωτίστως την αρχαία; Μια απάντηση από τη διοργανώτρια του συνεδρίου Χρυσούλα Καμπά, ελληνικής καταγωγής καθηγήτρια γερμανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όσναμπρυκ:

«Αυτό ακριβώς είναι το έναυσμα των ερωτημάτων που απασχόλησαν το συνέδριό μας. Βλέπουμε για παράδειγμα το ενδιαφέρον που έχει η σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία για τον ελληνικό μύθο που παραμένει τρομερά επίκαιρος. Σκεφθείτε έργα, όπως η «Μήδεια» της Κρίστα Βολφ ή η «Ιθάκη» του Μπότο Στράους. Ενώ όμως οι φοιτητές μας διαβάζουν με κέφι τέτοια κείμενα, η σημερινή Ελλάδα παραμένει μια άγνωστη χώρα. Η μάλλον μεταφέρει κανείς όσα ξέρει έμμεσα για την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη. Πρόκειται για τη διαιώνιση μιας λανθασμένης προοπτικής από τις αρχές του 19ου αιώνα.»

Zeitgenössisches Porträt von König Otto von Griechenland (1815-1867). Kalenderblatt
Ο βαυαρός βασιλιάς της Ελλάδας Όθων (1815-1867)Εικόνα: picture alliance /dpa

Ήδη από τον 18ο αιώνα Γερμανοί λόγιοι, συγγραφείς, επιστήμονες «ανακάλυψαν» κατά κάποιον τρόπο και μελέτησαν με πάθος την ελληνική αρχαιότητα. Με ζήλο, αλλά και με πνευματική ιδιοτέλεια. Αναζητούσαν πρότυπα για τη Γερμανία του καιρού τους, εικονικούς σημαντικούς προγόνους που θα τους καθιστούσαν αναδρομικά ισάξιους με τους άλλους μεγάλους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι είχαν πλούσια πολιτιστική παράδοση, τους Άγγλους ή τους Γάλλους. Αυτή η αρχαιολατρία, η αναζήτηση δηλαδή ενός ονειρικού γερμανικού παρελθόντος, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να καθορίζει τον τρόπο που μας βλέπουν οι Γερμανοί. Η συνδιοργανώτρια του συνεδρίου Μαριλίζα Μητσού, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου:

«Αν κάνουμε σύγκριση με άλλες χώρες, θα δούμε ότι αλλιώς αντιμετωπίζουν οι Άγγλοι για παράδειγμα την Ελλάδα, μπορεί με πιο αποικιοκρατική αντίληψη. Αλλιώς οι Γάλλοι, οι οποίοι βλέπουν στην επανάσταση τη γαλλική τη δημοκρατία και το ιδεώδες της δημοκρατίας, και αυτό κυρίως αναδεικνύουν, ενώ οι Γερμανοί έχουν προσκολληθεί στο αισθητικό ιδεώδες του Βίνκελμαν και από κει και πέρα στο ιδεώδες της Ελλάδας σε όλα τα μέτωπα του πολιτισμού.»

Ήταν μάλιστα πολλοί αρχαιολάτρες που επισκέπτονταν την Ελλάδα τον 20ό αιώνα, αλλά αρνούνταν πεισματικά να δουν το σημερινό της πρόσωπο. Παράδειγμα: ο νομπελίστας θεατρικός συγγραφέας Γκέρχαρτ Χάουπτμαν και το βιβλίο του «Ελληνική Άνοιξη» που δημοσιεύθηκε το 1908, μια μανιακή αναζήτηση του αρχαίου στην ελληνική φύση. Τους ίδιους τους Νεοέλληνες τους πρόσεχε μόνο όταν ήταν ξανθοί. Το ίδιο και ο μαθητής του Έρχαρτ Κέστνερ που επισκέφθηκε τρόπος του λέγειν την Ελλάδα τον καιρό της γερμανικής κατοχής. Ήταν στρατιώτης της Βέρμαχτ και περιηγήθηκε την Ελλάδα γράφοντας θαυμάσια βιβλία, πλην όμως σχεδόν …γερμανικής πατριδογνωσίας. Σε ένα σημείο μάλιστα παρομοιάζει κάποιους Γερμανούς φαντάρους που ξαπόσταιναν με τους ξανθούς Αχαιούς. Στη μεταπολεμική έκδοση του βιβλίου, εννοείται, τα σχετικά σημεία απαλείφθηκαν. Αυτό ήταν και το ναζιστικό ιδεολόγημα για την Ελλάδα: μια χώρα που παράγει υψηλό πολιτισμό, όταν κατακτιέται από εκλεκτά βόρεια φύλα. Στην αρχαιότητα από τους ξανθούς Αχαιούς, τότε από τους ξανθούς Γερμανούς. Οι οποίοι βέβαια δεν δίσταζαν να τα σπάσουν ακόμα και εντός του ναού του πνεύματος. Η νεαρή επιστήμων Χαρίκλεια Μπαλή θύμισε στο συνέδριο τι είχε συμβεί στην επιταγμένη από τους Γερμανούς Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στα τέλη του 1941:

«Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο γιατί οι Γερμανοί είχαν καλέσει ορχήστρα και γυναίκες για να συντροφέψουν τους στρατιώτες και το όλο σκηνικό θύμιζε αυτό που θα λέγαμε καμπαρέ. Μετά από γενναία οινοποσία τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς από τον έλεγχο, έγιναν γεγονότα, προέβησαν σε καταστροφές και γενικά συνέβησαν σκηνές που δεν ταιριάζουν σε έναν πανεπιστημιακό χώρο.»

Akropolis, Griechenland
Εικόνα: AP

Να μην ξεχάσουμε και τη λογοτεχνία. Στο συνέδριο έγιναν αναφορές σε πρωτοπόρους μεταφραστές νεοελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά, στον Καρλ Ντίτεριχ που το 1928 κυκλοφόρησε την πρώτη ανθολογία νεοελληνικής ποίησης στα γερμανικά, στον πρώτο μεταφραστή του Καβάφη, τον Χέλμουτ φον ντεν Στάινεν, πρώιμο μετανάστη στην Αθήνα της δεκαετίας του 30, στον Αλεξάντερ Στάινμετς που το 1952 κιόλας μετέφρασε τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη στα γερμανικά. Αλλά τι να το κάνεις; Σήμερα οι γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι με το ζόρι κυκλοφορούν έργα Νεοελλήνων συγγραφέων. Από την Ελλάδα και ο σημερινός Γερμανός περιμένει μάλλον αρχαιότητα και ζουμερά πορτοκάλια, παρά μυθιστορήματα. Όχι βέβαια πως η γερμανική λογοτεχνία σήμερα έχει και πολύ καλύτερη μοίρα διεθνώς. Θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια μια βραδιά με τον μεγάλο Μάρτιν Βάλζερ στο Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας με 20 άτομα στο ακροατήριο. Σήμερα κυριαρχεί η αγγλόφωνη λογοτεχνική παραγωγή. Πάντως Γερμανοί και Έλληνες λογοτέχνες μπορούν να ελπίζουν, υποστήριξε ο καθηγητής Συγκριτικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Δημήτρης Πεχλιβάνος:

«Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει και μία δεύτερη διάσταση, την τοπική της διάσταση. Το παγκόσμιο δεν αντιδιαστέλλεται με το τοπικό. Αντίθετα θα έλεγα. Σας θυμίζω απλώς την επιτυχία των μουσικών του έθνικ ή των μουσικών του κόσμου διεθνώς. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία. Αυτό σημαίνει ότι στην ίδια παγκοσμιοποιημένη συνθήκη τοπικές λογοτεχνίες, αυτές που δεν γράφονται απλώς σε μία γλώσσα, αλλά υπογραμμίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου καταγωγής τους, μπορούν να έχουν εξίσου μεγάλη απήχηση, και ουκ ολίγα παραδείγματα μη αγγλόφωνων διεθνών παγκόσμιων best seller μπορεί κανείς να απαριθμήσει.»

Δεν θα απαριθμήσουμε άλλες θεματικές λεπτομέρειες από τα πολλά και ενδιαφέροντα που παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν στο Όσναμπρυκ. Αλλά ήταν καλό που συναντήθηκαν Γερμανοί και Έλληνες επιστήμονες, φιλόλογοι και ιστορικοί, που έκαναν θέμα τις αμοιβαίες αλλοιώσεις και στρεβλώσεις στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι Γερμανοί τους Έλληνες και αντίστροφα. Αλλά κυρίως το πρώτο, μια και έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη και μια μικρή χώρα, με μια μεγάλη και μια μικρή γλώσσα. Και κάπου διακρίναμε το παράπονο της περιφέρειας που το κέντρο δεν την υπολογίζει. Να τελειώσουμε για σήμερα με τη Μαριλίζα Μητσού. Τι θέλουμε από τους Γερμανούς:

«Θέλουμε πάντα περισσότερα. Θέλουμε να δουν όλο το εύρος της ελληνικής αλήθειας, την οποία μόνο εμείς ξέρουμε βεβαίως και κανείς άλλος. Και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι ειδικά ο Γερμανός τουρίστας είναι αδιάφορος προς αυτό που λειτουργεί γύρω του και ενδιαφέρεται μόνο για το τοπίο και για την τελικά οικειοποίηση πάλι της Ελλάδας με έναν άλλο τρόπο, στις διακοπές του.»