1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Die Welt: «Πόσο βουλγαρικά είναι τα μακεδονικά;»

27 Νοεμβρίου 2020

O γερμανικός Τύπος για τα εμπόδια που θέτει η Βουλγαρία στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Μακεδονία επικαλούμενη γλωσσικό ζήτημα και το ύποπτο άνοιγμα του προέδρου Ερντογάν στην ΕΕ.

https://p.dw.com/p/3ltFz
Premierminister Nord-mazedoniens Zoran Zaev und Bulgarische Premierminister Boyko Borisov
Εικόνα: Cabinet of the President of North Macedonia

«Μια παράξενη διένεξη για την μακεδονική γλώσσα στέκεται εμπόδιο στο μελλοντικό όραμα της ΕΕ στα Βαλκάνια. Η Βουλγαρία ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν Βορειομακεδόνες, ότι μιλούν βουλγαρικά και τους ζητούν να αποδεχθούν τη βουλγαρική άποψη για την ιστορία». Με τίτλο «Πόσο βουλγαρικά είναι τα μακεδονικά» η Die Welt φιλοξενεί κοινή συνέντευξη του αντιπροέδρου της Βόρειας Μακεδονίας και αρμόδιου για ευρωπαϊκές υποθέσεις Νίκολα Ντιμιτρόφ και του γερμανού υφυπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για ευρωπαϊκά ζητήματα, Μίχαελ Ροτ.

Επιτροπή ιστορικών Βόρειας Μακεδονίας και Βουλγαρίας
Επιτροπή ιστορικών Βόρειας Μακεδονίας και ΒουλγαρίαςΕικόνα: Government of North Macedonia

Στο ερώτημα για το πως θα μπορούσε να επιλυθεί η διένεξη με τη Σόφια ο Νίκολα Ντιμιτρόφ, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την συμφωνία των Πρεσπών δηλώνει: "Ένας από τους λόγους για τους οποίους επιλύθηκε το ονοματολογικό ήταν ότι η συμφωνία με την Ελλάδα όχι μόνο δεν επηρεάζει τη μακεδονική γλώσσα και το ζήτημα της ταυτότητας, αλλά επιβεβαιώνει το δικαίωμά μας στην αυτοδιάθεση. Τα μακεδονικά ήταν από κοινού με τα σερβοκροατικά και τα σλοβενικά οι τρεις ιδρυτικές γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας. Λόγω των πολιτικών εξελίξεων προστέθηκαν Σερβικά, Κροατικά, η γλώσσα του Μαυροβουνίου και τα βοσνιακά. Το πως αποκαλούν οι άνθρωποι τη γλώσσα τους είναι δικαίωμά τους. Δεν είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικό και χρήσιμο να γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ δύο χωρών".

Απαντώντας στο ερώτημα τι μπορεί να κάνει η γερμανική προεδρία της ΕΕ για να βρεθεί συμβιβαστική λύση ο γερμανός υφυπουργός Μίχελ Ροτ τονίζει: "Ελπίζουμε ότι εν τέλει θα παίξει ρόλο το επιχείρημα ότι τα δυτικά Βαλκάνια δεν είναι η πίσω, αλλά η κεντρική αυλή της ΕΕ. Η ειρήνη, η συμφιλίωση και δημοκρατία είναι καθοριστικές για την Ευρώπη, αλλά και τις εν λόγω χώρες. Αν δεν υπάρξει περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή, κινδυνεύει η ασφάλεια και σταθερότητα και στη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες έχουν συστήσει επιτροπή ιστορικών. Η διαδικασία χρειάζεται χρόνο. Δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Το παρελθόν όμως δεν επιτρέπεται να σταθεί εμπόδιο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μέσα στον Δεκέμβριο"».

SZ:«Τελευταίος γύρος για τον Ερντογάν»

O Ερντογάν φοβάται το Μπάιντεν
O Ερντογάν φοβάται το ΜπάιντενΕικόνα: picture-alliance/AA/E. Top

«Ο τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται τώρα ως μεταρρυθμιστής και λέει ότι το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται στην Ευρώπη», σχολιάζει η Süddeutsche Zeitung με τίτλο «Τελευταίος γύρος για τον Ερντογάν». Η εφημερίδα του Μονάχου γράφει: «O τούρκος πρόεδρος δηλώνει ότι η σχέση με τη Ρωσία δεν θα μπορούσε ποτέ να υποκατασταθεί από την φιλία ετών με τις ΗΠΑ και μιλά για την ανάγκη μεταρρύθμισης της τουρκικής δικαιοσύνης για να ενισχυθεί το κράτος δικαίου. Ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται εντελώς αλλαγμένος. Το μόνο που λείπει τώρα είναι να αποκαλέσει τους μισητούς Έλληνες αγαπημένο αδελφό λαό.

Η αλλαγή στάσης του Ερντογάν εξηγείται. Φοβάται τον νέο αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Παρατηρεί την ΕΕ, η οποία λόγω Γαλλίας, Ελλάδας και Κύπρου, είναι πιο έτοιμη από παλιά για μια αντιπαράθεση. Δεν γνωρίζει για πόσο ακόμα θα μπορέσει να στηριχθεί στο λόγο του Πούτιν στους πολέμους σε Συρία, Λιβύη και Καύκασο. Ίσως τώρα η πολιτική των τουρκικών προκλήσεων φθάνει στο τέλος της, μιας και είναι εφικτή μόνο όσο ο ένοικος του Λευκού Οίκου ονομάζεται Τραμπ. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι ο τόνος θα αλλάξει με πρόεδρο τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος αν θυμηθεί όσα δήλωνε το 2017 για τον "αυταρχικό Ερντογάν" που "πρέπει να πληρώσει" τότε οφείλει να δώσει πράσινο φως στις κυρώσεις που αποφάσισε το Κογκρέσο. Και αυτό θα ήταν μοιραίο για την τουρκική οικονομία.

Καθοριστικό δεν είναι γιατί ο Ερντογάν αλλάζει στάση, αλλά ότι το πράττει. Ούτε η Ουάσιγκτον, ούτε οι Βρυξέλλες δεν πρέπει να διστάσουν να αξιοποιήσουν την αδυναμία της Άγκυρας και να πιέσουν ή ακόμα και να αναγκάσουν την Τουρκία να σεβαστεί διεθνείς κανόνες. Ο Ερντογάν είναι παίκτης και ρισκάρει. Υποχωρεί ωστόσο όταν η απέναντι πλευρά τηρεί με συνέπεια σκληρή στάση. Έτσι κάθε φορά μέχρι σήμερα υποχώρησε όταν ο Πούτιν χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι».

Στέφανος Γεωργακόπουλος