1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Το τέλος του πολέμου έφερε το άγνωστο

5 Μαΐου 2015

H Μπρόνια Καταρίνα Κατούλσκι μεγάλωσε στο Γκντανσκ, την πόλη όπου ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Για εκείνη ο πόλεμος τελείωσε όσο ξαφνικά ξεκίνησε. Όσα μεσολάβησαν, δεν τα ξέχασε ποτέ.

https://p.dw.com/p/1FISf
Εικόνα: DW/Andrea Grunau

«Πετάξτε τις στολές σας, φορέστε πολιτικά, ο πόλεμος τελείωσε.». Με αυτά τα λόγια ξύπνησε η Μπρόνια Καταρίνα Κατούλσκι το 1945 σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στη Λειψία. Οι Αμερικανοί είχαν φθάσει στην πόλη. 70 χρόνια αργότερα οι εικόνες στο μυαλό της είναι ακόμη ζωντανές. «Βλέπαμε νεκρούς να κείτονται στο πάτωμα.», θυμάται.

Με ποδήλατα εγκατέλειψαν η Μπρόνια και μια φίλη της το στρατόπεδο χωρίς να έχουν κάποιον προορισμό. Τέσσερα χρόνια έλειπε από την οικογένειά της. Έκτοτε δεν είχε λάβει κανένα νέο τους.

Μεγάλωσε ως το μικρότερο μέλος μιας εξαμελούς καθολικής οικογένειας στο Γκντανσκ. Μετά το 1933 οι Ναζί είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την περιοχή. Έξι χρόνια αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος και οι μνήμες της 90χρονης σήμερα καλόγριας παραμένουν νωπές. Άνθρωποι μεταφέρονταν πάνω σε φορτηγά, σε ένα από αυτά βρισκόταν και ο πατέρας της. «Κάποιος τον είχε καταγγείλει – ότι δεν είμαστε ναζί», θυμάται η ηλικιωμένη. Αν και τραυματισμένος, ο πατέρας της αφέθηκε ελεύθερος σε αντίθεση με τους εβραίους συγκρατούμενούς του.

Η πιο σκοτεινή περίοδος

Στα 16 της η Μπρόνια κλήθηκε στην Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ, όπου εκτός από την εργασία παρακολουθούσε και «μαθήματα». Αυτή την περίοδο την θυμάται ως την πιο σκοτεινή, αφού στα «μαθήματα» διάβαζαν το πολιτικό μανιφέστο του Χίτλερ «Ο Αγών μου», ενώ διδάσκονταν και τραγούδια με στίχους όπως «Σήμερα η Γερμανία, αύριο ο κόσμος όλος». Πάντα προσπαθούσε να μην ακούει. «Αυτό που συνέβαινε ήταν τρέλα», λέει σήμερα.

«O Θεός με φύλαξε και δεν τρελάθηκα»
«O Θεός με φύλαξε και δεν τρελάθηκα»Εικόνα: Andrea Grunau

Σε αυτή την νεαρή ηλικία άλλαξε πολλές φορές τόπο διαμονής μεταφερόμενη κάθε φορά σε άλλο στρατόπεδο. Όταν εργαζόταν σε ένα υπόγειο εργοστάσιο παραγωγής πυρομαχικών στο Ανόβερο ετοίμαζε συχνά φαγητό για τους ιταλούς αιχμαλώτους, που τους έβλεπε να ψάχνουν πεινασμένοι στα σκουπίδια. Κάποτε την ανακάλυψαν οι στρατιώτες και άρχισαν να την παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή. «Τότε τους έδινα το φαγητό στην αλλαγή βάρδιας, για να μη με καταλάβουν»

Το τέλος του πολέμου προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα στην τότε 20χρονη Μπρόνια. Από τη μία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να ξανασμίξει με την οικογένειά της, από την άλλη όμως ένιωθε ανασφαλής στην χαοτική κατάσταση που επικρατούσε: «Είχαμε καταστραφεί. Μόνο ο Θεός με φύλαξε και δεν τρελάθηκα.» Ο πατέρας της πέθανε λίγο μετά το τέλος του πολέμου, όπως και η μητέρα της, χτυπημένη από την χολέρα και την ασιτία. Δεν τους ξαναείδε ποτέ.

Έψαξε και βρήκε άσυλο σε μία καθολική εκκλησία, η οποία μεσολάβησε για να εργαστεί στο σπίτι μίας οικογένειας γιατρού.
Ήταν μια περίοδος γεμάτη βία κατά των γυναικών. Πολλά κορίτσια έπεσαν θύματα βιασμού από αμερικανούς στρατιώτες. Η θεία της Μπρόνια κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της από την βίαιη κακοποίηση.

Παρά τα όσα πέρασε αναπολεί τη ζωή της με ευγνωμοσύνη: «Ο Θεός δεν με εγκατέλειψε ποτέ», λέει συγκινημένη.

Andrea Grunau / Αλεξάνδρα Κοσμά